- εὐώπιδος
- εὐώ̱πιδος , εὐῶπιςfair-eyedgen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφλέγω — ἐμφλέγω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάτι, φωτίζω («ἐν δ ἔσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας φάος» το φως τής ωραίας σελήνης κατέλαμψε την εσπέρα, Πίνδ.) 2. μέσ. φλέγομαι, καίγομαι μέσα … Dictionary of Greek